- χαμερποῦς
- χαμερπήςcrawling on the groundmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμέρπεια — η, Ν [χαμερπής] 1. η ιδιότητα τού χαμερπούς, ποταπότητα 2. πράξη χαμερπής, ευτελής … Dictionary of Greek